Με το νι και με το σίγμα

Με το νι και με το σίγμα
Расставить точки над ί
Во всех подробностях, досконально
Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки). 2012.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Με το νι και με το σίγμα" в других словарях:

  • σίγμα — το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α άκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.) νεοελλ. 1. βιολ. α) υπομονάδα τής βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση… …   Dictionary of Greek

  • Παρνασσός — I Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρών Ηραίας. II Όρος της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται με ΒΔ ΝΑ διεύθυνση στα όρια των νομών Βοιωτίας, Φωκίδας… …   Dictionary of Greek

  • ανιστορώ — (AM ἀνιστορῶ) νεοελλ. μσν. διηγούμαι, αφηγούμαι («Έκατσε και του τ ανιστόρησε με το νυ και με το σίγμα» Γ. Βλαχογιάννης) 2. αναπολώ, ανακαλώ στη μνήμη μου («Απόψε τα ματάκια μου έκλαψαν τα καημένα γιατί ανιστορηθήκανε βάσανα περασμένα» δημοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • νυ — (I) το (Α νῡ) άκλ. το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου νεοελλ. φρ. «με το νυ και με το σίγμα» με κάθε λεπτομέρεια, με ακριβολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. εγκυκλ. λ. Ν, ν]. (II) νυ (Α) επίρρ. (εγκλιτ. τ.) βλ. νυν …   Dictionary of Greek

  • σαμπεί — και σαμπί και σανπί, το / σαμπῑ και σάμπι, ΝΜΑ παλαιότατο, άχρηστο σήμερα, γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου που εμφανίζεται σε αρχαϊκές επιγραφές τής Μικράς Ασίας στη θέση τού διπλού σ αλλά σήμερα χρησιμοποιείται μόνον ως σύμβολο τού αριθμού 900.… …   Dictionary of Greek

  • Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… …   Dictionary of Greek

  • σιγμοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει το σχήμα τού αρχαίου ελληνικού σίγμα , ημικυκλικός νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα τού λατινικού σίγμα [S], δηλαδή αυτός που είναι καμπύλος και στα δύο του άκρα, αλλά προς αντίθετες διευθύνσεις 2. φρ. α) «σιγμοειδείς… …   Dictionary of Greek

  • φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • Griechische Buchstaben — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Paläografie — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Schrift — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»